βενζόη

βενζόη
Βαλσαμική ρητίνη, η οποία προέρχεται από μερικά δέντρα της οικογένειας των στυρακοειδών με εντομή στον κορμό του φυτού. Κάτω από την εντομή σχηματίζονται –στα πρώτα τρία χρόνια– μικροί θρόμβοι β., που αποτελούν την εκλεκτή παραγωγή· στα επόμενα, το φυτό παράγει ρητίνη σε αμυγδαλοειδές σχήμα, με χρώμα πάντοτε πιο σκούρο, έως τον θάνατό του. Τότε το ξύλο βράζεται και λαμβάνεται β. ακόμα κατώτερης ποιότητας. Η β. χρησιμοποιείται στην ιατρική με τη μορφή βάμματος ως αποχρεμπτικό και απολυμαντικό. Έχει επίσης εφαρμογή ως αρωματικό υλικό στη σαπωνοποιία και στην παρασκευή οδοντόκρεμας. Όταν καίγεται εκλύει λευκούς καπνούς με ευχάριστη οσμή και ελαφρώς απολυμαντική ικανότητα. Στο εμπόριο κυκλοφορούν διάφορες ποικιλίες, όπως η β. της Ταϊλάνδης, πουείναι η αναγνωρισμένη ποιότητα από τη διεθνή φαρμακοβιομηχανία, της Σουμάτρας, του Πενάγκ, της Καλκούτας και του Παλεμπάγκ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βάλσαμο — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται μερικά υγρά που εκκρίνονται από ειδικά φυτά, μόνα τους ή με χάραγμα. Πρόκειται γενικά για διαλυμένες ρητίνες ή ομογενοποιημένες σε αιθέρια έλαια που περιέχουν βενζοϊκό ή κιναμωμικό οξύ. Σχεδόν όλα τα β. έχουν την …   Dictionary of Greek

  • κωνιφερυλικός — ή, ό φρ. (βιοχ.) «κωνιφερυλική αλκοόλη» κοινή ονομασία χημικής ένωσης που είναι συστατικό τής λιγνίνης και απαντά υπό τη μορφή γλυκοζίτη στην κωνιφερίνη και στη βενζόη τού Σιάμ …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκατεχικός — ή, ό, Ν φρ. «πρωτοκατεχικό οξύ» χημ. κοινή ονομασία τής αρωματικής οργανικής ένωσης 3, 4 διυδροξυ βενζοϊκό οξύ, που απαντά στους καρπούς τού φυτού ιλλίκιο και σχηματίζεται κατά την αλκαλική τήξη πάμπολλων προϊόντων, όπως είναι οι κατεχίνες, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”